- ὀλιγαναφορία
- ὀλῐγ-αναφορία, ἡ,A quickness in rising, Sch.Ptol. Tetr.119.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγαναφορία — ὀλιγαναφορία και ὀλιγοαναφορία, ἡ (Α) [ολιγανάφορος] (για ζωδιακό σημείο) (σχόλ.) η ταχύτητα στην έγερση … Dictionary of Greek
ολιγοαναφορία — ὀλιγοαναφορία, ἡ (Α) βλ. ολιγαναφορία … Dictionary of Greek